- ἐποστρακισμός
- ἐποστρακισμόςsend potsherds skimming over the watermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εποστρακισμός — ο (Α ἐποστρακισμός) [εποστρακίζω] νεοελλ. η μεταβολή διευθύνσεως βλήματος κατά την πρόσκρουσή του σε μια επιφάνεια αρχ. το πέταγμα στη θάλασσα όστρακου ή βότσαλου έτσι ώστε να αναπηδά με την πρόσκρουση … Dictionary of Greek
Steinehüpfen — Ein mehrfach von der Wasseroberfläche abprallender Stein. Das Steinehüpfen, umgangssprachlich auch Ditschen, Steinschnellen, Pfitscheln, Steineflitschen, Flippen, Klippen, Platteln, Schiefern oder im österreichischen auch flacherln genannt, ist… … Deutsch Wikipedia
εποστράκισμα — το [εποστρακίζω] εποστρακισμός … Dictionary of Greek
πετάλια — τα, Ν [πέταλο] το παιχνίδι εποστρακισμός, τα «πιατάκια» με πλατιές θαλασσινές πέτρες στην επιφάνεια τού νερού … Dictionary of Greek